-
1 μελαμ-πόδιον
μελαμ-πόδιον, τό, schwarze Nießwurz, soll nach Melampus benannt sein, der ihren Gebrauch zuerst gelehrt habe, Theophr., auch μελαμπόδειος ἑλλέβορος.
См. также в других словарях:
Μελαμπόδειος — Μελαμπόδειος, εία, ον και Μελαμπόδιος, ία, ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) [Μελάμπους] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα 2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδεια ποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις… … Dictionary of Greek